- μονόχηλος
- ος, ο[ν] зоол, непарнокопытный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόχηλος — η, ο (Α μονόχηλος, ον δωρ. μονόχαλος) (για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο χηλή ή οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό χηλος, πολύ χηλος] … Dictionary of Greek
μονόχηλος — η, ο για ζώο που έχει μια χηλή, που το νύχι του δεν είναι σκισμένο στα δύο: Τα άλογα είναι μονόχηλα ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονοχήλους — μονόχηλος solid hoofed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσχιστος — και άσκιστος, η, ο (AM ἄσχιστος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να σκιστεί ή να κοπεί νεοελλ. αυτός που δεν έχει άνοιγμα ή σχισμή αρχ. (για ζώα) μονόνυχος, μονόχηλος … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονώνυχος — η, ο και μώνυχος, η, ο (ΑΜ μονώνυχος, ον και μώνυχος, ον, Α και μώνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ) (για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωνυχος / ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ.… … Dictionary of Greek
μονόχαλα — μονόχᾱλα , μονόχηλος solid hoofed neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)